- ανίδωτος
- η , ο1) невидимый; 2) невиданный, неописуемый (о красоте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανίδωτος — η, ο 1. αυτός που κανένας ως τώρα δεν τον έχει δει ή δεν μπορεί να τον δει ή να τον συναντήσει 2. εκείνος που δεν έχουμε δει όμοιό του ως τώρα, ο πρωτοφανής, ο πρωτόφαντος 3. ο αόρατος … Dictionary of Greek